Translation meaning & definition of the word "volatility" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευελιξία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Volatility
[Μεταβλητότητα]/vɑlətɪləti/
noun
1. The property of changing readily from a solid or liquid to a vapor
- synonym:
- volatility
1. Η ιδιότητα της αλλαγής εύκολα από ένα στερεό ή υγρό σε έναν ατμό
- συνώνυμο:
- μεταβλητότητα
2. The trait of being unpredictably irresolute
- "The volatility of the market drove many investors away"
- synonym:
- volatility ,
- unpredictability
2. Το χαρακτηριστικό του να είσαι απρόβλεπτα ακαταμάχητος
- "Η μεταβλητότητα της αγοράς οδήγησε πολλούς επενδυτές μακριά"
- συνώνυμο:
- μεταβλητότητα ,
- απρόβλεπτο
3. Being easily excited
- synonym:
- excitability ,
- excitableness ,
- volatility
3. Εύκολα ενθουσιασμένος
- συνώνυμο:
- διέγερση ,
- ευερεθιστό ,
- μεταβλητότητα