Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "volatile" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πτητική" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Volatile

[Πτητικόσ]
/vɑlətəl/

noun

1. A volatile substance

  • A substance that changes readily from solid or liquid to a vapor
  • "It was heated to evaporate the volatiles"
    synonym:
  • volatile

1. Μια πτητική ουσία

  • Μια ουσία που αλλάζει εύκολα από στερεό ή υγρό σε ατμό
  • "Θερμαινόταν για να εξατμίσει τα πτητικά"
    συνώνυμο:
  • πτητικός

adjective

1. Evaporating readily at normal temperatures and pressures

  • "Volatile oils"
  • "Volatile solvents"
    synonym:
  • volatile

1. Εξατμίζεται εύκολα σε κανονικές θερμοκρασίες και πιέσεις

  • "Πτητικά έλαια"
  • "Πτητικοί διαλύτες"
    συνώνυμο:
  • πτητικός

2. Liable to lead to sudden change or violence

  • "An explosive issue"
  • "A volatile situation with troops and rioters eager for a confrontation"
    synonym:
  • explosive
  • ,
  • volatile

2. Υπόκειται σε ξαφνική αλλαγή ή βία

  • "Εκρηκτικό ζήτημα"
  • "Μια ασταθής κατάσταση με στρατεύματα και εξεγερμένους πρόθυμους για μια αντιπαράθεση"
    συνώνυμο:
  • εκρηκτικός
  • ,
  • πτητικός

3. Marked by erratic changeableness in affections or attachments

  • "Fickle friends"
  • "A flirt's volatile affections"
    synonym:
  • fickle
  • ,
  • volatile

3. Χαρακτηρίζεται από ακανόνιστη μεταβλητότητα στις αγάπες ή τις προσκολλήσεις

  • "Αστείοι φίλοι"
  • "Πτητικές επιπτώσεις ενός φλερτ"
    συνώνυμο:
  • ασταμάτητος
  • ,
  • πτητικός

4. Tending to vary often or widely

  • "Volatile stocks"
  • "Volatile emotions"
    synonym:
  • volatile

4. Τείνουν να ποικίλλουν συχνά ή ευρέως

  • "Πτητικά αποθέματα"
  • "Πτητικά συναισθήματα"
    συνώνυμο:
  • πτητικός

Examples of using

The volatile old man who lived next to Tom often yelled at the neighbourhood kids.
Ο ασταθής γέρος που ζούσε δίπλα στον Τομ συχνά φώναζε στα παιδιά της γειτονιάς.
Tom and Mary's relationship was very volatile and they argued constantly.
Η σχέση του Τομ και της Μαίρης ήταν πολύ ασταθής και υποστήριζαν συνεχώς.