Translation meaning & definition of the word "voiceless" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αβοήθητος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Voiceless
[Φωνητικόσ]/vɔɪsləs/
adjective
1. Produced without vibration of the vocal cords
- "Unvoiced consonants such as `p' and `k' and `s'"
- synonym:
- unvoiced ,
- voiceless ,
- surd ,
- hard
1. Παράγεται χωρίς δόνηση των φωνητικών χορδών
- "Απρόσεκτα σύμφωνα όπως `π' και `κ' και ```'"
- συνώνυμο:
- απρόσβλητοσ ,
- φωνητικόσ ,
- υπερβολικό ,
- σκληρός
2. Deprived of the rights of citizenship especially the right to vote
- "Labor was voiceless"
- "Disenfrenchised masses took to the streets"
- synonym:
- disenfranchised ,
- disfranchised ,
- voiceless ,
- voteless
2. Στέρηση των δικαιωμάτων της ιθαγένειας, ιδίως του δικαιώματος ψήφου
- "Η εργασία ήταν άφωνη"
- "Απελπισμένες μάζες κατέβηκαν στους δρόμους"
- συνώνυμο:
- αποκλεισμένο ,
- αποδιαίρεση ,
- φωνητικόσ ,
- αναψυκτικόσ
3. Uttered without voice
- "Could hardly hear her breathed plea, `help me'"
- "Voiceless whispers"
- synonym:
- breathed ,
- voiceless
3. Εκφωνείται χωρίς φωνή
- "Δεν μπορούσε να ακούσει την αναπνευσμένη έκκληση της, `βοήθησέ με'"
- "Αβλαβείς ψίθυροι"
- συνώνυμο:
- αναπνέει ,
- φωνητικόσ
4. Being without sound through injury or illness and thus incapable of all but whispered speech
- synonym:
- aphonic ,
- voiceless
4. Όντας χωρίς ήχο μέσω τραυματισμού ή ασθένειας και έτσι ανίκανος για όλους, αλλά ψιθύρισε ομιλία
- συνώνυμο:
- αφωνικόσ ,
- φωνητικόσ