Translation meaning & definition of the word "voice" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φωνή" στην ελληνική γλώσσα
Voice
[Φωνή]noun
1. The distinctive quality or pitch or condition of a person's speech
- "A shrill voice sounded behind us"
- synonym:
- voice
1. Η διακριτική ποιότητα ή το βήμα ή η κατάσταση της ομιλίας ενός ατόμου
- "Μια φωνή που ακουγόταν πίσω μας"
- συνώνυμο:
- φωνή
2. The sound made by the vibration of vocal folds modified by the resonance of the vocal tract
- "A singer takes good care of his voice"
- "The giraffe cannot make any vocalizations"
- synonym:
- voice ,
- vocalization ,
- vocalisation ,
- vocalism ,
- phonation ,
- vox
2. Ο ήχος γίνεται από τη δόνηση των φωνητικών πτυχών που τροποποιούνται από τον συντονισμό της φωνητικής οδού
- "Ένας τραγουδιστής φροντίζει τη φωνή του"
- "Η καμηλοπάρδαλη δεν μπορεί να κάνει φωνητικά"
- συνώνυμο:
- φωνή ,
- εκφώνηση ,
- τραγουδιστική ,
- φωνοποίηση ,
- βοξ
3. A sound suggestive of a vocal utterance
- "The noisy voice of the waterfall"
- "The incessant voices of the artillery"
- synonym:
- voice
3. Ένας ήχος που υποδηλώνει μια φωνητική έκφραση
- "Η θορυβώδης φωνή του καταρράκτη"
- "Οι αδιάκοπες φωνές του πυροβολικού"
- συνώνυμο:
- φωνή
4. Expressing in coherent verbal form
- "The articulation of my feelings"
- "I gave voice to my feelings"
- synonym:
- articulation ,
- voice
4. Έκφραση σε συνεκτική λεκτική μορφή
- "Η άρθρωση των συναισθημάτων μου"
- "Δώρισα φωνή στα συναισθήματά μου"
- συνώνυμο:
- άρθρωση ,
- φωνή
5. A means or agency by which something is expressed or communicated
- "The voice of the law"
- "The times is not the voice of new york"
- "Conservatism has many voices"
- synonym:
- voice
5. Ένα μέσο ή έναν οργανισμό με τον οποίο κάτι εκφράζεται ή κοινοποιείται
- "Η φωνή του νόμου"
- "Οι καιροί δεν είναι η φωνή της νέας υόρκης"
- "Ο συντηρητισμός έχει πολλές φωνές"
- συνώνυμο:
- φωνή
6. Something suggestive of speech in being a medium of expression
- "The wee small voice of conscience"
- "The voice of experience"
- "He said his voices told him to do it"
- synonym:
- voice
6. Κάτι που υποδηλώνει την ομιλία στο να είναι ένα μέσο έκφρασης
- "Η μικρή φωνή της συνείδησης"
- "Η φωνή της εμπειρίας"
- "Είπε ότι οι φωνές του του είπαν να το κάνει"
- συνώνυμο:
- φωνή
7. (metonymy) a singer
- "He wanted to hear trained voices sing it"
- synonym:
- voice
7. (μετωνυμία) ένας τραγουδιστής
- "Θέλησε να ακούσει εκπαιδευμένες φωνές να το τραγουδούν"
- συνώνυμο:
- φωνή
8. An advocate who represents someone else's policy or purpose
- "The meeting was attended by spokespersons for all the major organs of government"
- synonym:
- spokesperson ,
- interpreter ,
- representative ,
- voice
8. Ένας δικηγόρος που εκπροσωπεί την πολιτική ή το σκοπό κάποιου άλλου
- "Στη συνάντηση παρακολούθησαν εκπρόσωποι όλων των μεγάλων κυβερνητικών οργάνων"
- συνώνυμο:
- εκπρόσωπος ,
- διερμηνέας ,
- αντιπρόσωπος ,
- φωνή
9. The ability to speak
- "He lost his voice"
- synonym:
- voice
9. Η ικανότητα να μιλάει
- "Έχασε τη φωνή του"
- συνώνυμο:
- φωνή
10. (linguistics) the grammatical relation (active or passive) of the grammatical subject of a verb to the action that the verb denotes
- synonym:
- voice
10. (γλωσσολογία) η γραμματική σχέση ( ή παθητικό) του γραμματικού θέματος ενός ρήματος στη δράση που υποδηλώνει το ρήμα
- συνώνυμο:
- φωνή
11. The melody carried by a particular voice or instrument in polyphonic music
- "He tried to sing the tenor part"
- synonym:
- part ,
- voice
11. Η μελωδία που μεταφέρεται από μια συγκεκριμένη φωνή ή όργανο στην πολυφωνική μουσική
- "Προσπάθησε να τραγουδήσει το τμήμα του τενόρου"
- συνώνυμο:
- μέρος ,
- φωνή
verb
1. Give voice to
- "He voiced his concern"
- synonym:
- voice
1. Δίνω φωνή στο
- "Εκφράζει την ανησυχία του"
- συνώνυμο:
- φωνή
2. Utter with vibrating vocal chords
- synonym:
- voice ,
- sound ,
- vocalize ,
- vocalise
2. Προφορά με δονούμενες φωνητικές χορδές
- συνώνυμο:
- φωνή ,
- ήχος ,
- φωνάζω ,
- εκφωνώ