Translation meaning & definition of the word "vogue" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "όγκος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vogue
[Βογκ]/voʊg/
noun
1. The popular taste at a given time
- "Leather is the latest vogue"
- "He followed current trends"
- "The 1920s had a style of their own"
- synonym:
- vogue ,
- trend ,
- style
1. Η δημοφιλής γεύση σε μια δεδομένη στιγμή
- "Το δέρμα είναι ο τελευταίος βώλος"
- "Ακολούθησε τις τρέχουσες τάσεις"
- "Η δεκαετία του 1920 είχε ένα δικό της στυλ"
- συνώνυμο:
- βόγκ ,
- τάση ,
- στυλ
2. A current state of general acceptance and use
- synonym:
- vogue
2. Τρέχουσα κατάσταση γενικής αποδοχής και χρήσης
- συνώνυμο:
- βόγκ