Translation meaning & definition of the word "vocalist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φωνητικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vocalist
[Φωνητικόσ]/voʊkəlɪst/
noun
1. A person who sings
- synonym:
- singer ,
- vocalist ,
- vocalizer ,
- vocaliser
1. Ένας άνθρωπος που τραγουδάει
- συνώνυμο:
- τραγουδιστής ,
- τραγουδιστήσ ,
- εκφωνητήσ ,
- φωνητήσ