Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "vocal" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φωνητικό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Vocal

[Φωνητικόσ]
/voʊkəl/

noun

1. Music intended to be performed by one or more singers, usually with instrumental accompaniment

    synonym:
  • vocal music
  • ,
  • vocal

1. Μουσική που προορίζεται να εκτελεστεί από έναν ή περισσότερους τραγουδιστές, συνήθως με οργανική συνοδεία

    συνώνυμο:
  • φωνητική μουσική
  • ,
  • φωνητικόσ

2. A short musical composition with words

  • "A successful musical must have at least three good songs"
    synonym:
  • song
  • ,
  • vocal

2. Μια σύντομη μουσική σύνθεση με λέξεις

  • "Ένα επιτυχημένο μιούζικαλ πρέπει να έχει τουλάχιστον τρία καλά τραγούδια"
    συνώνυμο:
  • τραγούδι
  • ,
  • φωνητικόσ

adjective

1. Relating to or designed for or using the singing voice

  • "Vocal technique"
  • "The vocal repertoire"
  • "Organized a vocal group to sing his compositions"
    synonym:
  • vocal

1. Σχετικά με ή σχεδιασμένα για ή χρησιμοποιώντας τη φωνή τραγουδιού

  • "Εστιακή τεχνική"
  • "Το φωνητικό ρεπερτόριο"
  • "Οργάνωσε μια φωνητική ομάδα για να τραγουδήσει τις συνθέσεις του"
    συνώνυμο:
  • φωνητικόσ

2. Having or using the power to produce speech or sound

  • "Vocal organs"
  • "All vocal beings hymned their praise"
    synonym:
  • vocal

2. Έχοντας ή χρησιμοποιώντας τη δύναμη να παράγει ομιλία ή ήχο

  • "Φωνητικά όργανα"
  • "Όλα τα φωνητικά όντα υμνούσαν τον έπαινό τους"
    συνώνυμο:
  • φωνητικόσ

3. Given to expressing yourself freely or insistently

  • "Outspoken in their opposition to segregation"
  • "A vocal assembly"
    synonym:
  • outspoken
  • ,
  • vocal

3. Να εκφράζεσαι ελεύθερα ή επίμονα

  • "Ειπωμένοι στην αντίθεσή τους στον διαχωρισμό"
  • "Μια φωνητική συνέλευση"
    συνώνυμο:
  • ειλικρινής
  • ,
  • φωνητικόσ

4. Full of the sound of voices

  • "A playground vocal with the shouts and laughter of children"
    synonym:
  • vocal

4. Γεμάτος από τον ήχο των φωνών

  • "Μια παιδική χαρά που φωνάζει με τις κραυγές και το γέλιο των παιδιών"
    συνώνυμο:
  • φωνητικόσ