Translation meaning & definition of the word "vivid" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζωντανός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vivid
[Ζωηρός]/vɪvəd/
adjective
1. Evoking lifelike images within the mind
- "Pictorial poetry and prose"
- "Graphic accounts of battle"
- "A lifelike portrait"
- "A vivid description"
- synonym:
- graphic ,
- lifelike ,
- pictorial ,
- vivid
1. Προκαλώντας αληθοφανείς εικόνες μέσα στο μυαλό
- "Εικαστική ποίηση και πεζογραφία"
- "Γραφικές αφηγήσεις της μάχης"
- "Ένα πανέμορφο πορτρέτο"
- "Ζωηρή περιγραφή"
- συνώνυμο:
- γραφικόσ ,
- αληθοφανήσ ,
- εικονογραφικόσ ,
- ζωηρός
2. Having the clarity and freshness of immediate experience
- "A vivid recollection"
- synonym:
- vivid
2. Διαύγεια και φρεσκάδα της άμεσης εμπειρίας
- "Μια ζωντανή ανάμνηση"
- συνώνυμο:
- ζωηρός
3. Having striking color
- "Bright dress"
- "Brilliant tapestries"
- "A bird with vivid plumage"
- synonym:
- bright ,
- brilliant ,
- vivid
3. Έχοντας εντυπωσιακό χρώμα
- "Φωτεινό φόρεμα"
- "Εξαιρετικές ταπετσαρίες"
- "Ένα πουλί με ζωηρό φτέρωμα"
- συνώνυμο:
- φωτεινός ,
- λαμπρός ,
- ζωηρός
4. (of color) having the highest saturation
- "Vivid green"
- "Intense blue"
- synonym:
- intense ,
- vivid
4. ( του χρώματος) με τον υψηλότερο κορεσμό
- "Ζωηρό πράσινο"
- "Έντονο μπλε"
- συνώνυμο:
- έντονος ,
- ζωηρός
Examples of using
She has a vivid imagination.
Έχει μια ζωηρή φαντασία.
He has a vivid imagination.
Έχει ζωηρή φαντασία.
Tom has a vivid imagination.
Ο Τομ έχει ζωηρή φαντασία.