Translation meaning & definition of the word "vitriol" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βιτριόλ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vitriol
[Βιτριόλη]/vɪtriəl/
noun
1. (h2so4) a highly corrosive acid made from sulfur dioxide
- Widely used in the chemical industry
- synonym:
- vitriol ,
- oil of vitriol ,
- sulfuric acid ,
- sulphuric acid
1. (χ2σο4) ένα ιδιαίτερα διαβρωτικό οξύ που παράγεται από διοξείδιο του θείου
- Ευρέως χρησιμοποιημένος στη χημική βιομηχανία
- συνώνυμο:
- βιτριόλη ,
- λάδι βιτριόλης ,
- θειικό οξύ
2. Abusive or venomous language used to express blame or censure or bitter deep-seated ill will
- synonym:
- vituperation ,
- invective ,
- vitriol
2. Καταχρηστική ή δηλητηριώδης γλώσσα που χρησιμοποιείται για να εκφράσει την κατηγορία ή τη μομφή ή την πικρή βαθιά ριζωμένη κακή θέληση
- συνώνυμο:
- υαλοποίηση ,
- εντυπωσιακή ,
- βιτριόλη
verb
1. Expose to the effects of vitriol or injure with vitriol
- synonym:
- vitriol
1. Εκθέστε στις επιδράσεις της βιτριόλης ή τραυματίστε με βιτριόλη
- συνώνυμο:
- βιτριόλη
2. Subject to bitter verbal abuse
- synonym:
- vitriol
2. Υπόκεινται σε πικρή λεκτική κακοποίηση
- συνώνυμο:
- βιτριόλη