Translation meaning & definition of the word "vitally" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "ζωτικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vitally
[Ζωτικά]/vaɪtəli/
adverb
1. To a vital degree
- "This is vitally important"
- synonym:
- vitally
1. Σε ζωτικό βαθμό
- "Αυτό είναι ζωτικής σημασίας"
- συνώνυμο:
- ζωτικά