Translation meaning & definition of the word "vitality" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζωτικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vitality
[Ζωτικότητα]/vaɪtæləti/
noun
1. An energetic style
- synonym:
- vitality ,
- verve
1. Ένα ενεργητικό στυλ
- συνώνυμο:
- ζωτικότητα ,
- περιφρονώ
2. A healthy capacity for vigorous activity
- "Jogging works off my excess energy"
- "He seemed full of vim and vigor"
- synonym:
- energy ,
- vim ,
- vitality
2. Υγιής ικανότητα για έντονη δραστηριότητα
- "Το τρέξιμο λειτουργεί από την υπερβολική μου ενέργεια"
- "Φαινόταν γεμάτος εγωισμό και σθένος"
- συνώνυμο:
- ενέργεια ,
- εμπιστεύομαι ,
- ζωτικότητα
3. (biology) a hypothetical force (not physical or chemical) once thought by henri bergson to cause the evolution and development of organisms
- synonym:
- life force ,
- vital force ,
- vitality ,
- elan vital
3. (βιολογία) μια υποθετική δύναμη (όχι φυσική ή χημική) που κάποτε σκέφτηκε ο ανρί μπέργσον να προκαλέσει την εξέλιξη και την ανάπτυξη οργανισμών
- συνώνυμο:
- δύναμη ζωής ,
- ζωτική δύναμη ,
- ζωτικότητα ,
- έλαν Ζωτικής σημασίας
4. The property of being able to survive and grow
- "The vitality of a seed"
- synonym:
- animation ,
- vitality
4. Η ιδιότητα του να μπορείς να επιβιώσεις και να αναπτυχθείς
- "Η ζωτικότητα ενός σπόρου"
- συνώνυμο:
- κινούμενα σχέδια ,
- ζωτικότητα