Translation meaning & definition of the word "visually" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οπτικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Visually
[Οπτικά]/vɪʒwəli/
adverb
1. With respect to vision
- "Visually distorted"
- synonym:
- visually
1. Σε σχέση με το όραμα
- "Οπτικά παραμορφωμένο"
- συνώνυμο:
- οπτικά