Translation meaning & definition of the word "visual" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οπτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Visual
[Οπτικόσ]/vɪʒəwəl/
adjective
1. Relating to or using sight
- "Ocular inspection"
- "An optical illusion"
- "Visual powers"
- "Visual navigation"
- synonym:
- ocular ,
- optic ,
- optical ,
- visual
1. Σχετικά με ή με τη χρήση της όρασης
- "Οφθαλμική επιθεώρηση"
- "Μια οπτική ψευδαίσθηση"
- "Οπτικές δυνάμεις"
- "Οπτική πλοήγηση"
- συνώνυμο:
- οφθαλμική ,
- οπτικό ,
- οπτικός
2. Visible
- "Be sure of it
- Give me the ocular proof"- shakespeare
- "A visual presentation"
- "A visual image"
- synonym:
- ocular ,
- visual
2. Ορατός
- "Να είστε σίγουροι για αυτό
- Δώσε μου την οφθαλμική απόδειξη"- σαίξπηρ
- "Μια οπτική παρουσίαση"
- "Οπτική εικόνα"
- συνώνυμο:
- οφθαλμική ,
- οπτικός
Examples of using
There were still no visual signs of spring.
Δεν υπήρχαν ακόμα οπτικά σημάδια της άνοιξης.