Translation meaning & definition of the word "vista" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βίστα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vista
[Βίστα]/vɪstə/
noun
1. The visual percept of a region
- "The most desirable feature of the park are the beautiful views"
- synonym:
- view ,
- aspect ,
- prospect ,
- scene ,
- vista ,
- panorama
1. Η οπτική αντίληψη μιας περιοχής
- "Το πιο επιθυμητό χαρακτηριστικό του πάρκου είναι η όμορφη θέα"
- συνώνυμο:
- προβολή ,
- πτυχή ,
- προοπτική ,
- σκηνή ,
- βίστα ,
- πανόραμα