Translation meaning & definition of the word "visitor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επισκέπτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Visitor
[Επισκέπτης]/vɪzɪtər/
noun
1. Someone who visits
- synonym:
- visitor ,
- visitant
1. Κάποιος που επισκέπτεται
- συνώνυμο:
- επισκέπτης
Examples of using
The visitor left a message with his sister.
Ο επισκέπτης άφησε ένα μήνυμα με την αδελφή του.
She's a frequent visitor to this country.
Είναι συχνός επισκέπτης αυτής της χώρας.
He let the visitor into the living room.
Άφησε τον επισκέπτη στο σαλόνι.