Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "visit" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "επίσκεψη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Visit

[Επισκεφθείτε]
/vɪzɪt/

noun

1. The act of going to see some person or place or thing for a short time

  • "He dropped by for a visit"
    synonym:
  • visit

1. Η πράξη του να πάτε να δείτε κάποιο άτομο ή μέρος ή πράγμα για ένα μικρό χρονικό διάστημα

  • "Πέρασε για μια επίσκεψη"
    συνώνυμο:
  • επισκεφθείτε

2. A meeting arranged by the visitor to see someone (such as a doctor or lawyer) for treatment or advice

  • "He scheduled a visit to the dentist"
    synonym:
  • visit

2. Μια συνάντηση που οργανώνει ο επισκέπτης για να δει κάποιον (όπως γιατρό ή δικηγόρο) για θεραπεία ή συμβουλές

  • "Προγραμμάτισε επίσκεψη στον οδοντίατρο"
    συνώνυμο:
  • επισκεφθείτε

3. The act of visiting in an official capacity (as for an inspection)

    synonym:
  • visit

3. Η πράξη της επίσκεψης με επίσημη ιδιότητα (όπως για επιθεώρηση)

    συνώνυμο:
  • επισκεφθείτε

4. The act of going to see some person in a professional capacity

  • "A visit to the dentist"
    synonym:
  • visit

4. Η πράξη του να πηγαίνεις να δεις κάποιο άτομο με επαγγελματική ιδιότητα

  • "Μια επίσκεψη στον οδοντίατρο"
    συνώνυμο:
  • επισκεφθείτε

5. A temporary stay (e.g., as a guest)

    synonym:
  • sojourn
  • ,
  • visit

5. Μια προσωρινή διαμονή (., ως επισκέπτης)

    συνώνυμο:
  • παραμονή
  • ,
  • επισκεφθείτε

verb

1. Go to see a place, as for entertainment

  • "We went to see the eiffel tower in the morning"
    synonym:
  • visit
  • ,
  • see

1. Πήγαινε να δεις ένα μέρος, όσο για διασκέδαση

  • "Πήγαμε να δούμε τον πύργο του άιφελ το πρωί"
    συνώνυμο:
  • επισκεφθείτε
  • ,
  • βλέπω

2. Go to certain places as for sightseeing

  • "Did you ever visit paris?"
    synonym:
  • travel to
  • ,
  • visit

2. Πηγαίνετε σε ορισμένα μέρη όπως για περιηγήσεις στα αξιοθέατα

  • "Επισκέφτηκες ποτέ το παρίσι;"
    συνώνυμο:
  • ταξιδεύω σε
  • ,
  • επισκεφθείτε

3. Pay a brief visit

  • "The mayor likes to call on some of the prominent citizens"
    synonym:
  • visit
  • ,
  • call in
  • ,
  • call

3. Κάντε μια σύντομη επίσκεψη

  • "Ο δήμαρχος αρέσκεται να καλεί μερικούς από τους εξέχοντες πολίτες"
    συνώνυμο:
  • επισκεφθείτε
  • ,
  • καλώ μέσα
  • ,
  • κλήση

4. Come to see in an official or professional capacity

  • "The governor visited the prison"
  • "The grant administrator visited the laboratory"
    synonym:
  • visit
  • ,
  • inspect

4. Ελάτε να δείτε με επίσημη ή επαγγελματική ιδιότητα

  • "Ο κυβερνήτης επισκέφτηκε τη φυλακή"
  • "Ο διαχειριστής της επιχορήγησης επισκέφθηκε το εργαστήριο"
    συνώνυμο:
  • επισκεφθείτε
  • ,
  • επιθεωρώ

5. Impose something unpleasant

  • "The principal visited his rage on the students"
    synonym:
  • inflict
  • ,
  • bring down
  • ,
  • visit
  • ,
  • impose

5. Επιβάλετε κάτι δυσάρεστο

  • "Ο διευθυντής επισκέφτηκε την οργή του για τους μαθητές"
    συνώνυμο:
  • προκαλώ
  • ,
  • φέρνω κάτω
  • ,
  • επισκεφθείτε
  • ,
  • επιβάλλω

6. Talk socially without exchanging too much information

  • "The men were sitting in the cafe and shooting the breeze"
    synonym:
  • chew the fat
  • ,
  • shoot the breeze
  • ,
  • chat
  • ,
  • confabulate
  • ,
  • confab
  • ,
  • chitchat
  • ,
  • chit-chat
  • ,
  • chatter
  • ,
  • chaffer
  • ,
  • natter
  • ,
  • gossip
  • ,
  • jaw
  • ,
  • claver
  • ,
  • visit

6. Μιλήστε κοινωνικά χωρίς να ανταλλάξετε πάρα πολλές πληροφορίες

  • "Οι άντρες κάθονταν στο καφέ και πυροβολούσαν το αεράκι"
    συνώνυμο:
  • μάσα το λίπος
  • ,
  • πυροβόλησε το αεράκι
  • ,
  • συνομιλία
  • ,
  • συνδυάζω
  • ,
  • confab
  • ,
  • κουβεντούλα
  • ,
  • chit-chat
  • ,
  • φλυαρία
  • ,
  • τσάφερ
  • ,
  • νάτριο
  • ,
  • κουτσομπολιό
  • ,
  • γνάθος
  • ,
  • claver
  • ,
  • επισκεφθείτε

7. Stay with as a guest

  • "Every summer, we visited our relatives in the country for a month"
    synonym:
  • visit

7. Μείνε με ως επισκέπτης

  • "Κάθε καλοκαίρι, επισκεπτόμασταν τους συγγενείς μας στη χώρα για ένα μήνα"
    συνώνυμο:
  • επισκεφθείτε

8. Assail

  • "He was visited with a terrible illness that killed him quickly"
    synonym:
  • visit

8. Επιτίθεμαι

  • "Τον επισκέφτηκαν με μια τρομερή ασθένεια που τον σκότωσε γρήγορα"
    συνώνυμο:
  • επισκεφθείτε

Examples of using

I promised my parents I would visit them at least once every three months.
Υποσχέθηκα στους γονείς μου ότι θα τους επισκέπτομαι τουλάχιστον μία φορά κάθε τρεις μήνες.
We'll go visit Tom.
Θα πάμε να επισκεφτούμε τον Τομ.
I like to visit cemeteries when I travel.
Μου αρέσει να επισκέπτομαι νεκροταφεία όταν ταξιδεύω.