Translation meaning & definition of the word "visionary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βλεντοριακό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Visionary
[Οραματιστής]/vɪʒənɛri/
noun
1. A person given to fanciful speculations and enthusiasms with little regard for what is actually possible
- synonym:
- visionary
1. Ένα άτομο που δίνεται σε φανταστικές εικασίες και ενθουσιασμούς με λίγη εκτίμηση για το τι είναι πραγματικά δυνατό
- συνώνυμο:
- οραματιστής
2. A person with unusual powers of foresight
- synonym:
- visionary ,
- illusionist ,
- seer
2. Ένα άτομο με ασυνήθιστες δυνάμεις πρόβλεψης
- συνώνυμο:
- οραματιστής ,
- ψευδαίσθησησ ,
- επιτίθεμαι
adjective
1. Not practical or realizable
- Speculative
- "Airy theories about socioeconomic improvement"
- "Visionary schemes for getting rich"
- synonym:
- airy ,
- impractical ,
- visionary ,
- Laputan ,
- windy
1. Δεν είναι πρακτικό ή πραγματοποιήσιμο
- Κερδοσκοπικόσ
- "Γαλακτοκομικά πράγματα για την κοινωνικοοικονομική βελτίωση"
- "Προσωρινά συστήματα για να γίνει πλούσιος"
- συνώνυμο:
- ευάεροσ ,
- ανέφικτοσ ,
- οραματιστής ,
- Λαπουτάν ,
- ανεμώδησ