Translation meaning & definition of the word "visibility" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ορατότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Visibility
[Ορατότητα]/vɪzəbɪlɪti/
noun
1. Quality or fact or degree of being visible
- Perceptible by the eye or obvious to the eye
- "Low visibility caused by fog"
- synonym:
- visibility ,
- visibleness
1. Ποιότητα ή γεγονός ή βαθμός είναι ορατός
- Αντιληπτό από το μάτι ή προφανές στο μάτι
- "Χαμηλή ορατότητα που προκαλείται από ομίχλη"
- συνώνυμο:
- ορατότητα
2. Degree of exposure to public notice
- "That candidate does not have sufficient visibility to win an election"
- synonym:
- visibility ,
- profile
2. Βαθμός έκθεσης στη δημόσια προειδοποίηση
- "Αυτός ο υποψήφιος δεν έχει επαρκή προβολή για να κερδίσει τις εκλογές"
- συνώνυμο:
- ορατότητα ,
- προφίλ
3. Capability of providing a clear unobstructed view
- "A windshield with good visibility"
- synonym:
- visibility
3. Δυνατότητα παροχής σαφούς ανεμπόδιστης άποψης
- "Ένα παρμπρίζ με καλή ορατότητα"
- συνώνυμο:
- ορατότητα
Examples of using
Due to limited visibility navigation may be difficult.
Λόγω της περιορισμένης ορατότητας η πλοήγηση μπορεί να είναι δύσκολη.
Fog has limited visibility to 100 meters.
Η ομίχλη έχει περιορισμένη ορατότητα στα 100 μέτρα.