Translation meaning & definition of the word "vise" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζωή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vise
[Σοφός]/vaɪs/
noun
1. A holding device attached to a workbench
- Has two jaws to hold workpiece firmly in place
- synonym:
- vise ,
- bench vise
1. Μια συσκευή συγκράτησης που συνδέεται με έναν πάγκο εργασίας
- Έχει δύο σαγόνια για να κρατήσει το κομμάτι εργασίας σταθερά στη θέση του
- συνώνυμο:
- αναγνωρίζω ,
- πάγκο