Translation meaning & definition of the word "viscous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ισχώδης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Viscous
[Βισκόζη]/vɪskəs/
adjective
1. Having a relatively high resistance to flow
- synonym:
- syrupy ,
- viscous
1. Έχοντας μια σχετικά υψηλή αντίσταση στη ροή
- συνώνυμο:
- σιροπιαστός ,
- παχύρρευστοσ
2. Having the sticky properties of an adhesive
- synonym:
- gluey ,
- glutinous ,
- gummy ,
- mucilaginous ,
- pasty ,
- sticky ,
- viscid ,
- viscous
2. Έχοντας τις κολλώδεις ιδιότητες μιας κόλλας
- συνώνυμο:
- κολλώδησ ,
- γλουτινώδησ ,
- τσιλίκι ,
- βλεννογόνου ,
- παστώδησ ,
- κολλώδης ,
- βισκόζη ,
- παχύρρευστοσ