Translation meaning & definition of the word "virtuous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εικονική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Virtuous
[Αρετός]/vərʧuəs/
adjective
1. Morally excellent
- synonym:
- virtuous
1. Ηθικά εξαιρετική
- συνώνυμο:
- ενάρετος
2. In a state of sexual virginity
- "Pure and vestal modesty"
- "A spinster or virgin lady"
- "Men have decreed that their women must be pure and virginal"
- synonym:
- pure ,
- vestal ,
- virgin ,
- virginal ,
- virtuous
2. Σε κατάσταση σεξουαλικής παρθενίας
- "Καθαρή και αναλλοίωτη σεμνότητα"
- "Ένας περιστροφέας ή παρθένα κυρία"
- "Οι άνδρες έχουν αποφασίσει ότι οι γυναίκες τους πρέπει να είναι καθαρές και παρθένες"
- συνώνυμο:
- καθαρός ,
- αποφασιστικόσ ,
- παρθένος ,
- παρθενικόσ ,
- ενάρετος