Translation meaning & definition of the word "virtuoso" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βρυτούζο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Virtuoso
[Βίρτουο]/vərʧuoʊsoʊ/
noun
1. Someone who is dazzlingly skilled in any field
- synonym:
- ace ,
- adept ,
- champion ,
- sensation ,
- maven ,
- mavin ,
- virtuoso ,
- genius ,
- hotshot ,
- star ,
- superstar ,
- whiz ,
- whizz ,
- wizard ,
- wiz
1. Κάποιος που είναι εκθαμβωτικά εξειδικευμένος σε οποιοδήποτε τομέα
- συνώνυμο:
- άσος ,
- προσεκτικόσ ,
- πρωταθλητής ,
- αίσθηση ,
- μάβεν ,
- μάβιν ,
- βιρτουόζος ,
- ιδιοφυΐα ,
- εστίεσ ,
- αστέρι ,
- σούπερ σταρ ,
- παίζω ,
- παραπονιέμαι ,
- οδηγός ,
- βίζα
2. A musician who is a consummate master of technique and artistry
- synonym:
- virtuoso
2. Ένας μουσικός που είναι ένας ολοκληρωμένος κύριος της τεχνικής και της τέχνης
- συνώνυμο:
- βιρτουόζος
adjective
1. Having or revealing supreme mastery or skill
- "A consummate artist"
- "Consummate skill"
- "A masterful speaker"
- "Masterful technique"
- "A masterly performance of the sonata"
- "A virtuoso performance"
- synonym:
- consummate ,
- masterful ,
- masterly ,
- virtuoso(a)
1. Έχοντας ή αποκαλύπτοντας την υπέρτατη κυριαρχία ή την ικανότητα
- "Ένας απόλυτος καλλιτέχνης"
- "Δεξιότητα συναδέλφου"
- "Ένας αριστοτέχνης ομιλητής"
- "Κατεξοχήν τεχνική"
- "Μια αριστοτεχνική απόδοση της σονάτας"
- "Μια βιρτουόζικη παράσταση"
- συνώνυμο:
- απολύτωση ,
- αριστοτεχνικόσ ,
- αριστοτεχνικά ,
- βιρτουόζος()