Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "virtue" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευφράδεια" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Virtue

[Αρετή]
/vərʧu/

noun

1. The quality of doing what is right and avoiding what is wrong

    synonym:
  • virtue
  • ,
  • virtuousness
  • ,
  • moral excellence

1. Η ποιότητα του να κάνεις αυτό που είναι σωστό και να αποφύγεις αυτό που είναι λάθος

    συνώνυμο:
  • αρετή
  • ,
  • ενάρετο
  • ,
  • ηθική αριστεία

2. Any admirable quality or attribute

  • "Work of great merit"
    synonym:
  • merit
  • ,
  • virtue

2. Οποιαδήποτε αξιοθαύμαστη ποιότητα ή χαρακτηριστικό

  • "Δουλειά μεγάλης αξίας"
    συνώνυμο:
  • αξία
  • ,
  • αρετή

3. Morality with respect to sexual relations

    synonym:
  • virtue
  • ,
  • chastity
  • ,
  • sexual morality

3. Ηθική σε σχέση με τις σεξουαλικές σχέσεις

    συνώνυμο:
  • αρετή
  • ,
  • αγνότητα
  • ,
  • σεξουαλική ηθική

4. A particular moral excellence

    synonym:
  • virtue

4. Μια ιδιαίτερη ηθική αριστεία

    συνώνυμο:
  • αρετή

Examples of using

Bravery is a great virtue.
Η γενναιότητα είναι μια μεγάλη αρετή.
Patience is a rare virtue these days.
Η υπομονή είναι μια σπάνια αρετή αυτές τις μέρες.
Showing your real feelings is not considered a virtue in Japan.
Η εμφάνιση των πραγματικών σας συναισθημάτων δεν θεωρείται αρετή στην Ιαπωνία.