Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "virile" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζωντανός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Virile

[Ιογενήσ]
/vɪrəl/

adjective

1. Characterized by energy and vigor

  • "A virile and ever stronger free society"
  • "A new and virile leadership"
    synonym:
  • virile

1. Χαρακτηρίζεται από ενέργεια και σθένος

  • "Μια αρρενωπή και όλο και ισχυρότερη ελεύθερη κοινωνία"
  • "Μια νέα και αρρενωπή ηγεσία"
    συνώνυμο:
  • αρρενωπόσ

2. Characteristic of a man

  • "A deep male voice"
  • "Manly sports"
    synonym:
  • male
  • ,
  • manful
  • ,
  • manlike
  • ,
  • manly
  • ,
  • virile

2. Χαρακτηριστικό ενός άνδρα

  • "Βαθιά αρσενική φωνή"
  • "Ανδρικά αθλήματα"
    συνώνυμο:
  • αρσενικό
  • ,
  • επιδέξιος
  • ,
  • ανδροειδήσ
  • ,
  • ανδροπρεπήσ
  • ,
  • αρρενωπόσ

3. (of a male) capable of copulation

    synonym:
  • potent
  • ,
  • virile

3. ( ενός αρσενικού) ικανό για συσσώρευση

    συνώνυμο:
  • ισχυρός
  • ,
  • αρρενωπόσ