Translation meaning & definition of the word "virgule" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βεργκούλε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Virgule
[Παρθένα]/vɪrgjul/
noun
1. A punctuation mark (/) used to separate related items of information
- synonym:
- solidus ,
- slash ,
- virgule ,
- diagonal ,
- stroke ,
- separatrix
1. Ένα σημείο στίξης (/) που χρησιμοποιείται για τον διαχωρισμό των σχετικών στοιχείων πληροφοριών
- συνώνυμο:
- στερεότυπο ,
- πλατύφυλλο ,
- βιργίλιο ,
- διαγώνιος ,
- εγκεφαλικό επεισόδιο ,
- αυτονομία