Translation meaning & definition of the word "virginity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "παρθενικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Virginity
[Παρθενιά]/vərʤɪnɪti/
noun
1. The condition or quality of being a virgin
- synonym:
- virginity
1. Η κατάσταση ή η ποιότητα του να είσαι παρθένος
- συνώνυμο:
- παρθενία