Translation meaning & definition of the word "violinist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βιολονίστας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Violinist
[Βιολιστήσ]/vaɪəlɪnəst/
noun
1. A musician who plays the violin
- synonym:
- violinist ,
- fiddler
1. Ένας μουσικός που παίζει βιολί
- συνώνυμο:
- βιολιστήσ ,
- παραπονιάρησ
Examples of using
A violinist I know says that he owns a Stradivarius.
Ένας βιολιστής που γνωρίζω λέει ότι έχει έναν Στραδιβάριο.
A violinist I know claims that he owns a Stradivarius.
Ένας βιολιστής που γνωρίζω ισχυρίζεται ότι κατέχει έναν Στραδιβάριο.
He's a good violinist, is this not true?
Είναι καλός βιολιστής, δεν είναι αλήθεια?