Translation meaning & definition of the word "violet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βιολετί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Violet
[Βιολέτα]/vaɪəlɪt/
noun
1. Any of numerous low-growing violas with small flowers
- synonym:
- violet
1. Οποιαδήποτε από τις πολυάριθμες βιόλες χαμηλής ανάπτυξης με μικρά λουλούδια
- συνώνυμο:
- βιολετί
2. A variable color that lies beyond blue in the spectrum
- synonym:
- violet ,
- reddish blue
2. Ένα μεταβλητό χρώμα που βρίσκεται πέρα από το μπλε στο φάσμα
- συνώνυμο:
- βιολετί ,
- κοκκινωπό μπλε
adjective
1. Of a color intermediate between red and blue
- synonym:
- purple ,
- violet ,
- purplish
1. Ενδιάμεσου χρώματος μεταξύ κόκκινου και μπλε
- συνώνυμο:
- μωβ ,
- βιολετί ,
- εκκαθαριστικόσ
Examples of using
A rainbow consists of red, orange, yellow, green, blue, indigo and violet.
Ένα ουράνιο τόξο αποτελείται από κόκκινο, πορτοκαλί, κίτρινο, πράσινο, μπλε, ινδικό και ιώδες.