Translation meaning & definition of the word "viola" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Viola
[Βιόλα]/vaɪoʊlə/
noun
1. Any of the numerous plants of the genus viola
- synonym:
- viola
1. Οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα φυτά του γένους βιόλα
- συνώνυμο:
- βιόλα
2. Large genus of flowering herbs of temperate regions
- synonym:
- Viola ,
- genus Viola
2. Μεγάλο γένος ανθοφόρων βοτάνων εύκρατων περιοχών
- συνώνυμο:
- Βιόλα ,
- γένος Βιόλα
3. A bowed stringed instrument slightly larger than a violin, tuned a fifth lower
- synonym:
- viola
3. Ένα προσκυνημένο έγχορδα όργανο ελαφρώς μεγαλύτερο από ένα βιολί, συντονισμένο ένα πέμπτο χαμηλότερο
- συνώνυμο:
- βιόλα