Translation meaning & definition of the word "vinyl" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βινύλιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vinyl
[Βινύλιο]/vaɪnəl/
noun
1. A univalent chemical radical derived from ethylene
- synonym:
- vinyl ,
- vinyl group ,
- vinyl radical
1. Μια μοναδική χημική ρίζα που προέρχεται από το αιθυλένιο
- συνώνυμο:
- βινύλιο ,
- ομάδα βινυλίου ,
- βινυλίου ριζοσπάστης
2. Shiny and tough and flexible plastic
- Used especially for floor coverings
- synonym:
- vinyl
2. Λαμπερό και σκληρό και εύκαμπτο πλαστικό
- Χρησιμοποιείται ειδικά για επενδύσεις δαπέδων
- συνώνυμο:
- βινύλιο
Examples of using
Tom says that digital audio lacks the warmth of vinyl records.
Ο Τομ λέει ότι ο ψηφιακός ήχος στερείται της ζεστασιάς των δίσκων βινυλίου.