Translation meaning & definition of the word "vintage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εσοδεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vintage
[Εκλεκτής ποιότητας]/vɪntɪʤ/
noun
1. A season's yield of wine from a vineyard
- synonym:
- vintage
1. Η απόδοση του κρασιού μιας σεζόν από έναν αμπελώνα
- συνώνυμο:
- εκλεκτής ποιότητας
2. The oldness of wines
- synonym:
- vintage ,
- time of origin
2. Η παλαιότητα των κρασιών
- συνώνυμο:
- εκλεκτής ποιότητας ,
- χρόνος προέλευσης
Examples of using
He is buying a vintage hat.
Αγοράζει ένα καπέλο.