Translation meaning & definition of the word "vinegar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ξύδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vinegar
[Ξύδι]/vɪnəgər/
noun
1. Sour-tasting liquid produced usually by oxidation of the alcohol in wine or cider and used as a condiment or food preservative
- synonym:
- vinegar ,
- acetum
1. Υγρό γευσιγνωσίας που παράγεται συνήθως με οξείδωση της αλκοόλης σε κρασί ή μηλίτη και χρησιμοποιείται ως καρύκευμα ή συντηρητικό τροφίμων
- συνώνυμο:
- ξύδι ,
- ακετόσ
2. Dilute acetic acid
- synonym:
- vinegar
2. Αραιωμένο οξικό οξύ
- συνώνυμο:
- ξύδι
Examples of using
We need to buy vinegar.
Πρέπει να αγοράσουμε ξύδι.
A dash of vinegar is all the salad needs.
Μια παύλα ξύδι είναι όλες οι ανάγκες σαλάτας.
Rub the stain with vinegar.
Τρίψτε το λεκέ με ξύδι.