Translation meaning & definition of the word "vine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κρασί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vine
[Αμπέλι]/vaɪn/
noun
1. A plant with a weak stem that derives support from climbing, twining, or creeping along a surface
- synonym:
- vine
1. Ένα φυτό με ένα αδύναμο στέλεχος που προέρχεται από την αναρρίχηση, το σπάσιμο, ή τον ερπυσμό κατά μήκος μιας επιφάνειας
- συνώνυμο:
- αμπέλι