Translation meaning & definition of the word "vim" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "στόχος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vim
[Βιμ]/vɪm/
noun
1. A healthy capacity for vigorous activity
- "Jogging works off my excess energy"
- "He seemed full of vim and vigor"
- synonym:
- energy ,
- vim ,
- vitality
1. Υγιής ικανότητα για έντονη δραστηριότητα
- "Το τρέξιμο λειτουργεί από την υπερβολική μου ενέργεια"
- "Φαινόταν γεμάτος εγωισμό και σθένος"
- συνώνυμο:
- ενέργεια ,
- εμπιστεύομαι ,
- ζωτικότητα
2. An imaginative lively style (especially style of writing)
- "His writing conveys great energy"
- "A remarkable muscularity of style"
- synonym:
- energy ,
- muscularity ,
- vigor ,
- vigour ,
- vim
2. Ένα ευφάνταστο ζωντανό στυλ (ειδικά στυλ γραφής)
- "Η γραφή του μεταφέρει μεγάλη ενέργεια"
- "Μια αξιοσημείωτη μυϊκή δύναμη του στυλ"
- συνώνυμο:
- ενέργεια ,
- μυϊκότητα ,
- σθένοσ ,
- εμπιστεύομαι