Translation meaning & definition of the word "villain" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραλία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Villain
[Κακοποιώ]/vɪlən/
noun
1. A wicked or evil person
- Someone who does evil deliberately
- synonym:
- villain ,
- scoundrel
1. Ένας κακός ή κακός άνθρωπος
- Κάποιος που κάνει το κακό σκόπιμα
- συνώνυμο:
- κακοποιός ,
- αχρείοσ
2. The principal bad character in a film or work of fiction
- synonym:
- villain ,
- baddie
2. Ο κύριος κακός χαρακτήρας σε μια ταινία ή έργο φαντασίας
- συνώνυμο:
- κακοποιός ,
- μπάντι