Translation meaning & definition of the word "villager" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χωριό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Villager
[Χωρικός]/vɪlɪʤər/
noun
1. One who has lived in a village most of their life
- synonym:
- villager
1. Κάποιος που έχει ζήσει σε ένα χωριό το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του
- συνώνυμο:
- χωρικός