Translation meaning & definition of the word "vilify" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διασπώνται" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vilify
[Διαλύω]/vɪlɪfaɪ/
verb
1. Spread negative information about
- "The nazi propaganda vilified the jews"
- synonym:
- vilify ,
- revile ,
- vituperate ,
- rail
1. Διαδώστε αρνητικές πληροφορίες για
- "Η ναζιστική προπαγάνδα καταδίκασε τους εβραίους"
- συνώνυμο:
- εξασθενίζω ,
- αναβλητικόσ ,
- υαλοπίνακασ ,
- σιδηρόδρομος