Translation meaning & definition of the word "vigorous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζωηρός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vigorous
[Δυνατός]/vɪgərəs/
adjective
1. Characterized by forceful and energetic action or activity
- "A vigorous hiker"
- "Gave her skirt a vigorous shake"
- "A vigorous campaign"
- "A vigorous foreign policy"
- "Vigorous opposition to the war"
- synonym:
- vigorous
1. Χαρακτηρίζεται από ισχυρή και ενεργητική δράση ή δραστηριότητα
- "Ένας δυνατός πεζοπόρος"
- "Έδωσε στη φούστα της ένα έντονο κούνημα"
- "Μια έντονη εκστρατεία"
- "Μια αυστηρή εξωτερική πολιτική"
- "Μεγάλη αντίθεση στον πόλεμο"
- συνώνυμο:
- έντονος
2. Strong and active physically or mentally
- "A vigorous old man who spent half of his day on horseback"- w.h.hudson
- synonym:
- vigorous
2. Δυνατός και δραστήριος σωματικά ή ψυχικά
- "Ένας δυνατός γέρος που πέρασε τη μισή του μέρα με άλογο" - γ.χ. χάντσον
- συνώνυμο:
- έντονος
Examples of using
He looks very vigorous, considering his age.
Φαίνεται πολύ δυνατός, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία του.
My grandmother is still vigorous at 100 years old.
Η γιαγιά μου είναι ακόμα δυνατή στα 100.
We had a very vigorous debate.
Είχαμε μια πολύ έντονη συζήτηση.