Translation meaning & definition of the word "vigor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναζωογονητικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vigor
[Αναβρωτήσ]/vɪgər/
noun
1. Forceful exertion
- "He plays tennis with great energy"
- "He's full of zip"
- synonym:
- energy ,
- vigor ,
- vigour ,
- zip
1. Ισχυρή άσκηση
- "Παίζει τένις με πολύ ενέργεια"
- "Είναι γεμάτος φερμουάρ"
- συνώνυμο:
- ενέργεια ,
- σθένοσ ,
- φερμουάρ
2. Active strength of body or mind
- synonym:
- vigor ,
- vigour ,
- dynamism ,
- heartiness
2. Ενεργή δύναμη του σώματος ή του μυαλού
- συνώνυμο:
- σθένοσ ,
- δυναμισμός ,
- ευαισθησία
3. An imaginative lively style (especially style of writing)
- "His writing conveys great energy"
- "A remarkable muscularity of style"
- synonym:
- energy ,
- muscularity ,
- vigor ,
- vigour ,
- vim
3. Ένα ευφάνταστο ζωντανό στυλ (ειδικά στυλ γραφής)
- "Η γραφή του μεταφέρει μεγάλη ενέργεια"
- "Μια αξιοσημείωτη μυϊκή δύναμη του στυλ"
- συνώνυμο:
- ενέργεια ,
- μυϊκότητα ,
- σθένοσ ,
- εμπιστεύομαι