Translation meaning & definition of the word "vigilant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επαγρύπνηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vigilant
[Επαγρύπνηση]/vɪʤələnt/
adjective
1. Carefully observant or attentive
- On the lookout for possible danger
- "A policy of open-eyed awareness"
- "The vigilant eye of the town watch"
- "There was a watchful dignity in the room"
- "A watchful parent with a toddler in tow"
- synonym:
- argus-eyed ,
- open-eyed ,
- vigilant ,
- wakeful
1. Προσεκτικά παρατηρητικός ή προσεκτικός
- Επί της επιφυλακής για πιθανό κίνδυνο
- "Μια πολιτική ευαισθητοποίησης με ανοιχτά μάτια"
- "Το άγρυπνο μάτι του ρολογιού της πόλης"
- "Υπήρχε μια προσεκτική αξιοπρέπεια στο δωμάτιο"
- "Ένας προσεκτικός γονέας με ένα μικρό παιδί σε ρυμούλκηση"
- συνώνυμο:
- μάτια αργού ,
- ανοιχτόμαυροσ ,
- επαγρυπνών ,
- ξυπνητός