Translation meaning & definition of the word "vigilance" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επαγρύπνηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vigilance
[Επαγρύπνηση]/vɪʤələns/
noun
1. The process of paying close and continuous attention
- "Wakefulness, watchfulness, and bellicosity make a good hunter"
- "Vigilance is especially susceptible to fatigue"
- synonym:
- watchfulness ,
- wakefulness ,
- vigilance ,
- alertness
1. Η διαδικασία της παροχής στενής και συνεχούς προσοχής
- "Η εγρήγορση, η προσοχή και η κοιλότητα κάνουν έναν καλό κυνηγό"
- "Η επαγρύπνηση είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στην κόπωση"
- συνώνυμο:
- προσεκτικότητα ,
- εγρήγορση ,
- επαγρύπνηση
2. Vigilant attentiveness
- "He keeps a weather eye open for trouble"
- synonym:
- watchfulness ,
- vigilance ,
- weather eye
2. Επαγρύπνηση προσοχής
- "Κρατάει το μάτι του καιρού ανοιχτό για μπελάδες"
- συνώνυμο:
- προσεκτικότητα ,
- επαγρύπνηση ,
- μετεωρολογικό μάτι