Translation meaning & definition of the word "vigil" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγρυπνία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vigil
[Κουνώ]/vɪʤəl/
noun
1. A period of sleeplessness
- synonym:
- vigil
1. Μια περίοδος αϋπνίας
- συνώνυμο:
- αγρυπνία
2. The rite of staying awake for devotional purposes (especially on the eve of a religious festival)
- synonym:
- vigil ,
- watch
2. Η τελετή της παραμονής ξύπνια για λατρευτικούς σκοπούς (ειδικά την παραμονή ενός θρησκευτικού φεστιβάλ)
- συνώνυμο:
- αγρυπνία ,
- ρολόι
3. A purposeful surveillance to guard or observe
- synonym:
- watch ,
- vigil
3. Μια σκόπιμη επιτήρηση για την προστασία ή την παρατήρηση
- συνώνυμο:
- ρολόι ,
- αγρυπνία