Translation meaning & definition of the word "victor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δικτωτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Victor
[Βίκτωρ]/vɪktər/
noun
1. A combatant who is able to defeat rivals
- synonym:
- victor ,
- master ,
- superior
1. Ένας μαχητής που είναι σε θέση να νικήσει τους αντιπάλους
- συνώνυμο:
- βίκτορ ,
- κύριος ,
- ανώτερος
2. The contestant who wins the contest
- synonym:
- winner ,
- victor
2. Ο διαγωνιζόμενος που κερδίζει τον διαγωνισμό
- συνώνυμο:
- νικητής ,
- βίκτορ