Translation meaning & definition of the word "victim" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θύμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Victim
[Θύμα]/vɪktəm/
noun
1. An unfortunate person who suffers from some adverse circumstance
- synonym:
- victim
1. Ένας άτυχος άνθρωπος που πάσχει από κάποια δυσμενή περίσταση
- συνώνυμο:
- θύμα
2. A person who is tricked or swindled
- synonym:
- victim ,
- dupe
2. Ένα άτομο που εξαπατάται ή απατάται
- συνώνυμο:
- θύμα ,
- ντουπέ
Examples of using
She's a victim of her own success.
Είναι θύμα της ίδιας της της της επιτυχίας.
He's a victim of his own success.
Είναι θύμα της επιτυχίας του.
The police believe the victim knew his killer.
Η αστυνομία πιστεύει ότι το θύμα γνώριζε τον δολοφόνο του.