Translation meaning & definition of the word "vicar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βικάλος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vicar
[Βικάριος]/vɪkər/
noun
1. A roman catholic priest who acts for another higher-ranking clergyman
- synonym:
- vicar
1. Ένας ρωμαιοκαθολικός ιερέας που ενεργεί για άλλον ανώτερο κληρικό
- συνώνυμο:
- βικάριος
2. (episcopal church) a clergyman in charge of a chapel
- synonym:
- vicar
2. (επισκοπική εκκλησία) ένας κληρικός υπεύθυνος για ένα παρεκκλήσι
- συνώνυμο:
- βικάριος
3. (church of england) a clergyman appointed to act as priest of a parish
- synonym:
- vicar
3. (εκκλησία της αγγλίας) ένας κληρικός διορίζεται να ενεργεί ως ιερέας μιας ενορίας
- συνώνυμο:
- βικάριος