Translation meaning & definition of the word "vial" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φιαλίδιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vial
[Φιαλίδιο]/vaɪəl/
noun
1. A small bottle that contains a drug (especially a sealed sterile container for injection by needle)
- synonym:
- phial ,
- vial ,
- ampule ,
- ampul ,
- ampoule
1. Ένα μικρό μπουκάλι που περιέχει ένα φάρμακο (ειδικά ένα σφραγισμένο αποστειρωμένο δοχείο για ένεση με βελοσ)
- συνώνυμο:
- φιαλίδιο ,
- αμπούλα