Translation meaning & definition of the word "viable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βιώσιμη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Viable
[Βιώσιμος]/vaɪəbəl/
adjective
1. Capable of being done with means at hand and circumstances as they are
- synonym:
- feasible ,
- executable ,
- practicable ,
- viable ,
- workable
1. Ικανό να γίνει με τα μέσα που βρίσκονται στο χέρι και τις περιστάσεις όπως είναι
- συνώνυμο:
- εφικτός ,
- εκτελέσιμη ,
- εφαρμοστέος ,
- βιώσιμος ,
- εφαρμόσιμος
2. Capable of life or normal growth and development
- "Viable seeds"
- "A viable fetus"
- synonym:
- viable
2. Ικανό για ζωή ή φυσιολογική ανάπτυξη και ανάπτυξη
- "Βιώσιμοι σπόροι"
- "Βιώσιμο έμβρυο"
- συνώνυμο:
- βιώσιμος