Translation meaning & definition of the word "vexed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "εξυπηρετεί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vexed
[Υπερεκτιμώ]/vɛkst/
adjective
1. Troubled persistently especially with petty annoyances
- "Harassed working mothers"
- "A harried expression"
- "Her poor pestered father had to endure her constant interruptions"
- "The vexed parents of an unruly teenager"
- synonym:
- annoyed ,
- harassed ,
- harried ,
- pestered ,
- vexed
1. Προβληματισμένος επίμονα ειδικά με τις μικρές ενοχλήσεις
- "Παρενοχλημένες εργαζόμενες μητέρες"
- "Μια παραπλανημένη έκφραση"
- "Ο καημένος της πατέρας έπρεπε να υπομείνει τις συνεχείς διακοπές της"
- "Οι γονείς ενός απείθαρχου εφήβου"
- συνώνυμο:
- ενοχλημένος ,
- παρενοχληθεί ,
- παραβιάζω ,
- παρασιτώ ,
- πειράζω
2. Causing difficulty in finding an answer or solution
- Much disputed
- "The vexed issue of priorities"
- "We live in vexed and troubled times"
- synonym:
- vexed
2. Δυσκολία στην εξεύρεση απάντησης ή λύσης
- Πολλοί αμφισβητούνται
- "Το βαρύτερο ζήτημα των προτεραιοτήτων"
- "Ζούμε σε δύσκολους και δύσκολους καιρούς"
- συνώνυμο:
- πειράζω