Translation meaning & definition of the word "veto" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πτυχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Veto
[Βέτο]/vitoʊ/
noun
1. A vote that blocks a decision
- synonym:
- veto
1. Μια ψηφοφορία που εμποδίζει μια απόφαση
- συνώνυμο:
- βέβαιο
2. The power or right to prohibit or reject a proposed or intended act (especially the power of a chief executive to reject a bill passed by the legislature)
- synonym:
- veto
2. Η εξουσία ή το δικαίωμα να απαγορεύσει ή να απορρίψει μια προτεινόμενη ή προβλεπόμενη πράξη (, ειδικά την εξουσία ενός διευθύνοντος
- συνώνυμο:
- βέβαιο
verb
1. Vote against
- Refuse to endorse
- Refuse to assent
- "The president vetoed the bill"
- synonym:
- veto ,
- blackball ,
- negative
1. Καταψηφίζω
- Αρνηθείτε να υποστηρίξετε
- Αρνηθείτε να συγκαταθέσετε
- "Ο πρόεδρος άσκησε βέτο στο νομοσχέδιο"
- συνώνυμο:
- βέβαιο ,
- μπλάκφα ,
- αρνητικός
2. Command against
- "I forbid you to call me late at night"
- "Mother vetoed the trip to the chocolate store"
- "Dad nixed our plans"
- synonym:
- forbid ,
- prohibit ,
- interdict ,
- proscribe ,
- veto ,
- disallow ,
- nix
2. Εναντίον
- "Σου απαγορεύω να μου τηλεφωνήσεις αργά το βράδυ"
- "Η μητέρα άσκησε βέτο στο ταξίδι στο κατάστημα σοκολάτας"
- "Ο μπαμπάς ενίσχυσε τα σχέδιά μας"
- συνώνυμο:
- απαγορεύω ,
- εγγραφείτε ,
- βέβαιο ,
- νιξ