Translation meaning & definition of the word "veterinarian" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βετερινός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Veterinarian
[Κτηνίατρος]/vɛtrənɛriən/
noun
1. A doctor who practices veterinary medicine
- synonym:
- veterinarian ,
- veterinary ,
- veterinary surgeon ,
- vet
1. Ένας γιατρός που ασκεί κτηνιατρική ιατρική
- συνώνυμο:
- κτηνίατρος ,
- κτηνιατρικός ,
- κτηνίατρος χειρουργός
Examples of using
Tom is a veterinarian.
Ο Τομ είναι κτηνίατρος.